- μισθάριν
- μισθάριν και μιστάριν και μιστάρι, τὸ (Μ)1. μισθός, αμοιβή εργασίας2. ανταμοιβή3. ναύλος πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. μισθάρι(ο)ν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισθαρεύω — και μισταρεύγω και μισταρεύω (Μ) [μισθάριν] 1. μισθώνω 2. προσλαμβάνω υπηρέτη … Dictionary of Greek